πετσόκομμ

πετσόκομμ
το, Ν [πετσοκόβω]
1. τεμαχισμός σε πολύ μικρά κομμάτια
2. άγρια σφαγή
3. σημαντική και αδέξια περικοπή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”